κυλινδρωτός

κυλινδρωτός
η , ό[ν] укатанный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κυλινδρωτός" в других словарях:

  • κυλινδρωτός — ή, ό (Α κυλινδρωτός, ή, όν) [κυλινδρώ] αυτός που έχει ισοπεδωθεί με κύλινδρο …   Dictionary of Greek

  • κυλινδρωτός — ή, ό αυτός που ισοπεδώθηκε με κύλινδρο, ο ισοπεδωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυλινδρωτῆς — κυλινδρωτός levelled with a roller fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»